Βασικοί Όροι για το Ελαιόλαδο
άλμη (ουσ.) Διάλυμα νερού και αλατιού για τη συντήρηση και ωρίμανση επιτραπέζιων ελιών. < αρχ. «ἅλμη» = αλμυρό υγρό
αναγεννητική καλλιέργεια (ουσ.)
Μέθοδος γεωργίας που αποσκοπεί στην αναζωογόνηση του εδάφους και των οικοσυστημάτων, ενισχύοντας τη βιοποικιλότητα και τη γονιμότητα, χωρίς τη χρήση χημικών. Συχνά σχετίζεται με ποιοτική παραγωγή και βιώσιμες πρακτικές.
ελάττωμα (ουσ.)
Οποιαδήποτε αρνητική ιδιότητα στο άρωμα ή τη γεύση του ελαιολάδου (π.χ. τάγγισμα), που το αποκλείει από την κατηγορία εξαιρετικά παρθένο.
< από το «ελλείπω» = λείπει κάτι από την ποιότητα
ελαιοπυρηνέλαιο (ουσ.)
Έλαιο που εξάγεται από τον πυρήνα και τα υπολείμματα της ελιάς με χρήση θερμότητας και διαλυτών.
< «πυρήνας» + «έλαιο»
ελαιόλαδο (ουσ.)
Το έλαιο που προέρχεται από τον καρπό της ελιάς. Χωρίς προσδιορισμό, συνήθως είναι μίγμα ραφιναρισμένου και παρθένου ελαίου.
εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο (ουσ.)
Ανώτατης ποιότητας ελαιόλαδο: ψυχρής εκχύλισης, με οξύτητα ≤0,8% και χωρίς ελαττώματα.
< «παρθένος» = αγνός
επιτραπέζια ελιά (ουσ.)
Ποικιλία ελιάς κατάλληλη για άμεση κατανάλωση μετά από φυσική επεξεργασία.
ημερομηνία συγκομιδής (ουσ.)
Η εποχή που μαζεύονται οι ελιές. Επηρεάζει άμεσα το γευστικό και θρεπτικό προφίλ του ελαίου.
< «συγκομίζω» = μαζεύω καρπούς
λαμπαντέ (ουσ.)
Χαμηλής ποιότητας ελαιόλαδο με υψηλή οξύτητα. Ακατάλληλο για κατανάλωση χωρίς ραφινάρισμα.
< «λυχνάρι» = λάδι για φωτισμό
μάλαξη (ουσ.)
Απαλό ανακάτεμα της ελαιοζύμης για να ενωθούν τα σταγονίδια λαδιού πριν την εξαγωγή.
< «μαλάσσω» = ζυμώνω
οξείδωση (ουσ.)
Αντίδραση με οξυγόνο που αλλοιώνει το άρωμα και τη γεύση του λαδιού.
< «οξύ» + «-ωση»
οξύτητα (ουσ.)
Δείκτης ποιότητας του ελαιολάδου, που μετρά τα ελεύθερα λιπαρά οξέα.
< από το «οξύς» = έντονος, διαπεραστικός
οργανοληπτικό προφίλ (ουσ.)
Το σύνολο γευστικών, αρωματικών και αισθητικών χαρακτηριστικών ενός ελαιολάδου.
ΠΟΠ / ΠΓΕ (αρκ.)
Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης / Γεωγραφικής Ένδειξης. Δηλώνουν τοπική ταυτότητα και ποιότητα.
πικάντικο (επίθ.)
Το ευχάριστο κάψιμο στον λαιμό, δείγμα πολυφαινολικού πλούτου και φρεσκάδας.
πικράδα (ουσ.)
Γευστικό χαρακτηριστικό που συνδέεται με την περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες.
ποικιλία (ουσ.)
Η ελαιοκομική ποικιλία (π.χ. Κορωνέικη, Μανάκι) που καθορίζει το χαρακτήρα του λαδιού.
πολυφαινόλες (ουσ.)
Φυσικά αντιοξειδωτικά που ενισχύουν τη σταθερότητα, τη γεύση και τη θρεπτική αξία του λαδιού.
< «πολύς» + «φαινόλη»
ραφιναρισμένο ελαιόλαδο (ουσ.)
Λάδι που έχει καθαριστεί χημικά για να αφαιρεθούν οσμές ή γεύσεις. Χρησιμοποιείται σε μίγματα.
τάγγισμα (ουσ.)
Δυσάρεστη οσμή ή γεύση λόγω οξείδωσης ή ακατάλληλης αποθήκευσης.
ψυχρή εκχύλιση (ουσ.)
Μηχανική εξαγωγή του ελαίου κάτω από 27°C για διατήρηση θρεπτικών και αρωματικών στοιχείων.